- ευφημώ
- (ε) αμετ.1) лестно отзываться; 2) выражаться эвфемистически
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… … Dictionary of Greek
εὐφημῶ — εὐφημέω use words of good omen pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐφημέω use words of good omen pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφήμῳ — Εὔφημος uttering sounds of good omen masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφήμῳ — εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφήμωι — Εὐφήμῳ , Εὔφημος uttering sounds of good omen masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφήμωι — εὐφήμῳ , εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευφημώ — κατευφημῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευφημώ) 1. προσφωνώ κάποιον με επαίνους και ευφημίες, επευφημώ, εξυμνώ («τῶν δήμων κατευφημούντων τὸν τύραννον», Θεοφύλ. Σ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον, εγκωμιάζω, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημῶ … Dictionary of Greek
προσευφημώ — έω, Μ ευφημώ, εγκωμιάζω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐφημῶ «επαινώ, εγκωμιάζω»] … Dictionary of Greek
ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… … Православная энциклопедия
Ευφημίται — Εὐφημῑται, οἱ (ΑΜ) [ευφημώ] θεολ. διαφορετική ονομασία τών αιρετικών Μεσσαλιανών … Dictionary of Greek
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek